κοντάκι

κοντάκι
Ξύλινο τμήμα τουφεκιών, πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη, επιτρέποντας την εκτέλεση βολής από τον ώμο. Για αριστερόφθαλμους σκοπευτές, αλλά και σε ιδιαίτερους τύπους τουφεκιών, δινόταν στο κ. ανάλογη κλίση προς τα δεξιά του κατακόρυφου επιπέδου που περνά από τον άξονα της κάννης και έτσι επιτυγχανόταν η στήριξη του όπλου στον δεξιό ώμο. Σε ορισμένα τουφέκια τα κ. κατασκευάζονταν από ξύλο φτελιάς και καρυδιάς. Το κομμάτια τεμαχίζονταν κατά μήκος του κορμού του δέντρου, τοποθετούνταν μέσα σε αποθήκες –δύο έως τρία χρόνια– που αερίζονταν αρκετά για να ξεραθούν και έπειτα περνούσαν στο στάδιο της κατεργασίας. Τα πιο αξιόλογα κ. είχαν καφέ χρώμα, ενώ το ξύλο τους δεν παρουσίαζε όζους, σχισμές ή ρωγμές και η κατεύθυνση των κυματοειδών ταινιών (νερών) διαγραφόταν κατά μήκος του κ. Το κοντάκι είναι το ξύλινο τμήμα τουφεκιών, στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
και κοντάκιο, το στρατ. το οπίσθιο ξύλινο τμήμα τών φορητών όπλων πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνταξ, -α-κ-ος «κοντάρι» + υποκορ. κατάλ. -ι(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοντάκι — το το ξύλινο οπίσθιο μέρος των τουφεκιών: Τον χτύπησε με το κοντάκι του όπλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντακιά — η [κοντάκι] χτύπημα με το κοντάκι τού όπλου …   Dictionary of Greek

  • κοντακωτός — ή, ό 1. εφοδιασμένος με κοντάκι 2. το ουδ. ως ουσ. το κοντακωτό(ν) ναυτ. παλαιότερος τύπος πυροβόλου στο οποίο η σκόπευση γινόταν με τη βοήθεια κοντακίου που ήταν προσαρμοσμένο σ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάκι. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο… …   Dictionary of Greek

  • кондак — ака краткая песнь во славу спасителя, богородицы или святого , укр. кондак, др. русск. кондакъ (Мин. 1097 г.; Хож. игум. Дан.; см. Срезн. I, 1268). Из греч. κοντάκι(ον) от κόνταξ гимн, повтор : κοντός палочка, жердь , первонач. пергаментный… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κοντάκιο — Ο πάπυρος (ειλητάριο) που περιέχει τη θεία λειτουργία και πήρε την ονομασία του από το μικρό ραβδί, γύρω από το οποίο τυλίγεται. Το κ. διατηρούσε το σχήμα των βιβλίων της αρχαιότητας και απαρτιζόταν από μία στενή επιμήκη λωρίδα μεμβράνης, η οποία …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ξεκοντακιάζω — κάνω κάτι μέχρι το σημείο που δεν είναι ανεκτό, ωθώ τα πράγματα πέρα από τα όρια ανοχής, τό παρακάνω («είπαμε να διασκεδάσεις μα εσύ τό ξεκοντάκιασες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κοντάκι(ον) «πλήγμα με κοντάκιο όπλου»] …   Dictionary of Greek

  • παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… …   Dictionary of Greek

  • παφίλι — και παφύλλι και μπαφίλι, το [πάφιλας] 1. τεχνολ. μικρό τεμάχιο από ορείχαλκο 2. ορειχάλκινο κόσμημα στο κοντάκι ή σε άλλα ξύλινα τμήματα τών παλαιών όπλων 3. ορειχάλκινο δοχείο κρασιού χωρητικότητας 100 δραμιών, το κατοστάρι, το κατοσταράκι …   Dictionary of Greek

  • τσάγκρα — και τσάγγρα και τζάγκρα και τζάγγρα, η, ΝΜ (στον τ. τζάγγρα) (στο Βυζ.) τόξο το οποίο είχε στο μέσον σωλήνα για την τοποθέτηση τού βέλους πριν την εκτόξευσή του και είχε εισαχθεί στο Βυζάντιο από τη Δύση, κατά τον 12ο αιώνα, υπό την επίδραση τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”